τηλεφωνικός

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
τηλεπ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τηλέφωνο ή στην τηλεφωνία (α. «τηλεφωνικό δίκτυο» β. «τηλεφωνικό κέντρο» γ. «τηλεφωνική συσκευή»)
2. αυτός που γίνεται με το τηλέφωνο («τηλεφωνική συνομιλία»).
επίρρ...
τηλεφωνικώς και τηλεφωνικά Ν
με το τηλέφωνο, μέσω του τηλεφώνου («θα συνεννοηθούμε τηλεφωνικά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέφωνο. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].