Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
το, Ν
1. μεγάλο αγρόκτημα που καλλιεργείται από κολλήγους
2. (γενικά) μεγάλη γαιοκτησία
3. μτφ. καθετί που νέμεται κανείς αυθαίρετα («δεν είναι τσιφλίκι του εδώ να κάνει ό,τι θέλει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cift-lik].