Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
το, Ν
1. μεγάλο αγρόκτημα που καλλιεργείται από κολλήγους
2. (γενικά) μεγάλη γαιοκτησία
3. μτφ. καθετί που νέμεται κανείς αυθαίρετα («δεν είναι τσιφλίκι του εδώ να κάνει ό,τι θέλει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cift-lik].