Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τσιφλίκι

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

το, Ν
1. μεγάλο αγρόκτημα που καλλιεργείται από κολλήγους
2. (γενικά) μεγάλη γαιοκτησία
3. μτφ. καθετί που νέμεται κανείς αυθαίρετα («δεν είναι τσιφλίκι του εδώ να κάνει ό,τι θέλει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cift-lik].