τυροβόλι
From LSJ
Greek Monolingual
το / τυροβόλιον, ΝΜΑ τυροβόλος
μικρό καλάθι από βρύα που χρησιμοποιούσαν για την αποστράγγιση του τυροπήγματος
νεοελλ.
συνεκδ. τυρόπηγμα.
το / τυροβόλιον, ΝΜΑ τυροβόλος
μικρό καλάθι από βρύα που χρησιμοποιούσαν για την αποστράγγιση του τυροπήγματος
νεοελλ.
συνεκδ. τυρόπηγμα.