Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
η, ΝΜ
(ενν. εβδομάδα) η Τυροφάγος («τὸ σάββατον τῆς Τυρινῆς», Άνν. Κομν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. επιθέτου τυρ-ινός < Τυρός + κατάλ. -ινός (πρβλ. βοδ-ινός)].