υγρόσαρκος
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑγρόσαρκος, -ον, ΝΑ
αυτός που δίνει την εντύπωση ότι έχει υγρές σάρκες, πλαδαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -σαρκος (< σαρξ, σαρ-κός), πρβλ. παχύ-σαρκος].