εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
Α1. στραγγίζω, διυλίζω2. (σχετικά με τη μύτη) σκουπίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη με σημ. «καθίζημα, κατακάθι»].