ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
Α1. στραγγίζω, διυλίζω2. (σχετικά με τη μύτη) σκουπίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη με σημ. «καθίζημα, κατακάθι»].