υπερκατάκειμαι
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
Greek Monolingual
Α
(με παθ. σημ.) κάθομαι στηριζόμενος κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κατάκειμαι «είμαι ξαπλωμένος, κείμαι καταγής, παρακάθομαι σε συμπόσιο»].