υπνοθεραπεία

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(ιατρ.-ψυχολ.) μέθοδος θεραπείας ορισμένων οξειών ψυχιατρικών καταστάσεων με τη βοήθεια τεχνητού ύπνου, ο οποίος προκαλείται κυρίως με ψυχοτρόπα φάρμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypnotherapy (< ύπνος + θεραπεία)].