Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
-άομαι, Α
(ποιητ. τ.) αποθ.) μουκανίζω, μουγκρίζω απαντώντας σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μυκῶμαι «μουγκρίζω, μουκανίζω»].