υπομυκώμαι

From LSJ

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source

Greek Monolingual

-άομαι, Α
(ποιητ. τ.) αποθ.) μουκανίζω, μουγκρίζω απαντώντας σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μυκῶμαι «μουγκρίζω, μουκανίζω»].