τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
ὑποστεγάζω ΝΑ στεγάζωθέτω κάτι κάτω από στέγη, στεγάζωαρχ.μτφ. υποστηρίζω.