πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
-α, -ο, Ν
(ανατ.-ιατρ.) αυτός που βρίσκεται κάτω από το νύχι («υπονύχιο αιμάτωμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyponychial < ὑπ(ο)- + ὄνυξ, -υχος + κατάλ. -ιος].