Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
η / ὑποτείνουσα, ΝΑ
μαθημ. η πλευρά ενός ορθογώνιου τριγώνου που βρίσκεται απέναντι από την ορθή γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. ενεργ. ενεστ. του ὑποτείνω.