υποτείνουσα

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173

Greek Monolingual

η / ὑποτείνουσα, ΝΑ
μαθημ. η πλευρά ενός ορθογώνιου τριγώνου που βρίσκεται απέναντι από την ορθή γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. ενεργ. ενεστ. του ὑποτείνω.