υποτείνουσα

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source

Greek Monolingual

υποτείνουσα, η / ὑποτείνουσα, ΝΑ
μαθημ. η πλευρά ενός ορθογώνιου τριγώνου που βρίσκεται απέναντι από την ορθή γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. ενεργ. ενεστ. του ὑποτείνω.