ὑφαλμυρίζω

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

   A to be or taste somewhat salt, Id.1.14, Plu.2.669b.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφαλμῠρίζω: εἶμαι ὑφάλμυρος, ἔχω γεῦσιν ὀλίγον ἁλμυράν, ἔστι δὲ (ὁ ἀδάρκης) ἐπίπαγος ὑφαλμυρίζων Διοσκ. 5. 137, Πλούτ. 2. 669Β.

French (Bailly abrégé)

être un peu salé.
Étymologie: ὑπό, ἁλμυρός.

Greek Monolingual

ὑφαλμυρίζω, ΝΑ, και υφαρμυρίζω Ν
(αμτβ.) είμαι κάπως αλμυρός, έχω αλμυρή γεύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἁλμυρίζω.