φαινομενικός

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που υπάρχει μόνον κατά το φαινόμενο, δηλαδή αυτός που δεν έχει πραγματική υπόσταση, απατηλός («φαινομενική φιλία»)
2. εξωτερικός, επιφανειακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαινόμενο. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ι. Μ. Ραπτάρχη].