επιφανειακός

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό επιφάνεια
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιφάνεια
2. επιπόλαιος, όχι σε βάθος, απατηλός, ψεύτικος («επιφανειακή εξέταση τών πραγμάτων»).