φάρα

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419

Greek Monolingual

η, Ν
1. γένος, σόι
2. μτφ. (σκωπτικά) άνθρωποι που ανήκουν στην ίδια χαμηλής ηθικής στάθμης κοινωνική ομάδα («ανήκουν στην ίδια φάρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. fara «σπόρος, γένος», ενώ, κατ' άλλους, από κουτσοβλάχικο fară «γένος», γερμ. προέλευσης].