φάρα

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

η, Ν
1. γένος, σόι
2. μτφ. (σκωπτικά) άνθρωποι που ανήκουν στην ίδια χαμηλής ηθικής στάθμης κοινωνική ομάδα («ανήκουν στην ίδια φάρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. fara «σπόρος, γένος», ενώ, κατ' άλλους, από κουτσοβλάχικο fară «γένος», γερμ. προέλευσης].