Φαληρεύς

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
habitant ou originaire de Phalère.
Étymologie: Φάληρον.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. Φαληρίς, -ίδος, Α
ο κάτοικος του Φαλήρου, Φαληριώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Φαληρεύς < Φάληρον + κατάλ. -εύς (πρβλ. Χαλκιδ-εύς), ενώ το θηλ Φαληρίς με κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. Λεσβ-ίς)].