φιλόδυρτος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ον = foreg., A.Supp.68 (lyr.); cf. foreg.
German (Pape)
[Seite 1279] gern, gewöhnlich wehklagend, Aesch. Suppl. 66.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόδυρτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ὀδύρηται, Αἰσχύλ. Ἱκ. 69.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που του αρέσει να οδύρεται, να θρηνεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ὀδυρτός (< ὀδύρομαι)].