Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
ο, Ν
1. αυτός που φεύγει, φυγάς
2. μτφ. δειλός, φοβιτσιάρης
3. παροιμ. φρ. «του φεύγα η μάννα ποτέ δεν κλαίει» — δηλώνει ότι ο δειλός ποτέ δεν διατρέχει κινδύνους, επειδή πάντα τους αποφεύγει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. -ας (πρβλ. παπα-τρέχ-ας, χάχ-ας)].