φίνος
From LSJ
Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. (για πράγμ.) α) ο επεξεργασμένος με λεπτότητα και τέχνη («φίνο ύφασμα»)
β) Ο εξαιρετικής ποιότητας («φίνο άρωμα»)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει λεπτούς τρόπους, αβρός, ευγενικός.
επίρρ...
φίνα Ν
πάρα πολύ καλά, έξοχα, περίφημα («περάσαμε φίνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fino «λεπτός, καθαρός αγνός» < λατ. finis «τέλος». Η σημ. του επιθ. έχει προέλθει από λατ. φρ. όπως: finis honorum «το τέλος, το τέρμα τών τιμών, δηλαδή η ανώτερη, η ύψιστη τιμή», από όπου η σημ. «ανώτερος, καλύτερος, τέλειος»].