φυλλοκλάδιο

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. βλαστός μεταμορφωμένος σε αφομοιωτικό όργανο, ο οποίος μοιάζει με φύλλο, επιτελεί τη λειτουργία του φύλλου και έχει δερματώδη εμφάνιση, ταυτιζόμενος συχνά με το κλαδώδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phylloclade < φύλλο(ν) + κλάδος / κλαδί.