φυλλοκλάδιο

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. βλαστός μεταμορφωμένος σε αφομοιωτικό όργανο, ο οποίος μοιάζει με φύλλο, επιτελεί τη λειτουργία του φύλλου και έχει δερματώδη εμφάνιση, ταυτιζόμενος συχνά με το κλαδώδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phylloclade < φύλλο(ν) + κλάδος / κλαδί.