Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
ζωολ. αυτός που γεννάει άτομα εγγενή, έμφυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλο / φυλή + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. νοσο-γόνος, σμηγματο-γόνος.