στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
-α, -ο, θηλ. και -ος, Νζωολ. αυτός που γεννάει άτομα εγγενή, έμφυλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλο / φυλή + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. νοσο-γόνος, σμηγματο-γόνος.