φυλογόνος

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
ζωολ. αυτός που γεννάει άτομα εγγενή, έμφυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλο / φυλή + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. νοσο-γόνος, σμηγματο-γόνος.