φυλλοκάρδια

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek (Liddell-Scott)

φυλλοκάρδια: τά, ὡς καὶ νῦν, φύλλα (πτυχαὶ) τῆς καρδίας, Φλωρ. κ. Πλ. Φλ. 1153, ἔκδ. Μαυρ.

Greek Monolingual

τα, ΝΜ
τα βάθη της καρδιάς, η έδρα τών πιο βαθιών συναισθημάτων
νεοελλ.
φρ. «τρέμουν τα φυλλοκάρδια μου» — είμαι συγκλονισμένος, έχω βαθύτατη ανησυχία, φοβάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο(ν) + καρδιά με αντίστροφη τη θέση τών συνθετικών].