χαλυβουργός

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

Greek Monolingual

ο, Ν χαλυβουργία
1. ειδικός στη χαλυβουργία
2. εργαζόμενος σε χαλυβουργείο
3. ιδιοκτήτης χαλυβουργείου.