χαλυβουργός
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
Greek Monolingual
ο, Ν χαλυβουργία
1. ειδικός στη χαλυβουργία
2. εργαζόμενος σε χαλυβουργείο
3. ιδιοκτήτης χαλυβουργείου.