χαλυβουργείο
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
το, Ν
εργοστάσιο παραγωγής ή κατεργασίας χάλυβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + ουργείο (< -ουργός < έργο), πρβλ. μηχαν-ουργείο. Η λ., στον λόγιο τ. χαλυβουργεῖον, μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].