χαλαρότητα
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
Greek Monolingual
η, Ν χαλαρός
1. η ιδιότητα του χαλαρού, το να είναι χαλαρό κάτι (α. «χαλαρότητα του ιμάντα» β. «χαλαρότητα του δέρματος»)
2. (κυριολ. και μτφ.) έλλειψη συνοχής (α. «χαλαρότητα τών αρμών» β. «χαλαρότητα στη δομή του κειμένου»)
3. έκλυση, εξασθένηση («χαλαρότητα τών ηθών»)
4. υποτονικότητα, έλλειψη δραστηριότητας (α. «χαλαρότητα στάσης» β. «χαλαρότητα στις σχέσεις τών δύο χωρών»).