χαλαρότητα

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393

Greek Monolingual

η, Ν χαλαρός
1. η ιδιότητα του χαλαρού, το να είναι χαλαρό κάτι (α. «χαλαρότητα του ιμάντα» β. «χαλαρότητα του δέρματος»)
2. (κυριολ. και μτφ.) έλλειψη συνοχής (α. «χαλαρότητα τών αρμών» β. «χαλαρότητα στη δομή του κειμένου»)
3. έκλυση, εξασθένησηχαλαρότητα τών ηθών»)
4. υποτονικότητα, έλλειψη δραστηριότητας (α. «χαλαρότητα στάσης» β. «χαλαρότητα στις σχέσεις τών δύο χωρών»).