φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
-ο, Ν
1. (για πρόσ.) αυτός που χαριτολογεί
2. (με παθ. σημ.) αυτός που λέγεται με χάρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].