χειραφέτηση
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χειραφετώ
2. απελευθέρωση από την εξουσία κάποιου (α. «η χειραφέτηση της γυναίκας στην εποχή μας» β. «η χειραφέτηση τών λαών του τρίτου κόσμου»)
3. τερματισμός της πατρικής εξουσίας ή κηδεμονίας στον ανήλικο, χειραφεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειραφετώ. Η λ., στον λόγιο τ. χειραφέτησις, μαρτυρείται από το 1876 στον Ιγνάτιο Μοσχάκη].