παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω → disgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep
ο, Νάνθρωπος χυδαίος και άξεστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)- + άνθρωπος (πρβλ. παλι-άνθρωπος)].