ἀποκάθημαι
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
A sit apart, ἀτιμώμενοι ἀποκατέαται (Ion. for -κάθηνται) Hdt.4.66; ἐν τῷ τεύχει Arist.HA625a26; ἐν τῷ γυμνασίῳ SIG 739.7 (Delph., i B.C.); ἀποκαθημένη, = αἱμορροοῦσα, LXXLe.20.18, al., cf. Ph.1.578; θεαταὶ ἀ. τῶν κινδύνων J.BJ4.6.2. II sit idle, Ael. VH6.12.