μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
ἀμελητὶ επίρρ. (Α) ἀμελῶανέμελα, αδιάφορα, απρόσεκτα, αφρόντιστα.