combine
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. συνάγειν, P. συνιστάναι.
Put together: P. and V. συντιθέναι.
Mix together: P. and V. συγκεραννύναι.
V. intrans. P. and V. συνέρχεσθαι.
Combine politically: Ar. and P. συνίστασθαι, καθʼ ἓν γίγνεσθαι (Thuc. 3, 10), P. and V. συνομνύναι.
Contribute towards: P. and V. συμβάλλεσθαι (εἰς, acc., V. gen.); see contribute.