contribute
From LSJ
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
money, etc.: P. συντελεῖν, εἰσφέρειν.
contribute voluntarily: Ar. and P. ἐπιδιδόναι.
generally: P. and V. συμφέρειν, συμβάλλεσθαι.
contribute to the common store: V. εἰς κοινὸν φέρω, εἰς κοινὸν φέρειν (acc.).
contribute to: P. and V. συμβάλλεσθαι (εἰς, acc.; V. gen. alone), P. συνεπιλαμβάνεσθαι (gen.), συλλαμβάνεσθαι (gen.), V. συνάπτεσθαι (gen.); see help to.