χρησιμότητα
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
Greek Monolingual
η / χρησιμότης, -ητος, ΝΜΑ χρήσιμος
η ιδιότητα του χρήσιμου, του ωφέλιμου
νεοελλ.
φρ. α) «χρησιμότητα και αξία»
(οικον.) η ιδιότητα τών οικονομικών αγαθών να ικανοποιούν τις ανάγκες του ανθρώπου
β) «οριακή χρησιμότητα».
βλ. οριακός.