Λιβύηθεν

From LSJ
Revision as of 20:50, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source

Greek Monolingual

Λιβύηθε(ν) και δωρ. τ. Λιβύαθε(ν) (Α)
επίρρ. από τη Λιβύη («ὡς ὅκα τὸν Λιβύαθε ποτὶ χρόμιν ᾆσας ἐρίσδων», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβύη + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Λυκίη-θεν, Σπάρτη-θεν)].