ίλεως
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
ἵλεως, -ων (ΑΜ, Α και ἵλαος και ἵλεος, -ον και αιολ. τ. ἴλλαος, -ον)
(για τον θεό)
εύσπλαγχνος, πολυέλεος («καὶ ἵλεως, ἵλεως, γενοῡ ἡμῑν, Δέσποτα, ἐπὶ ταῑς ἁμαρτίαις ἡμῶν»)
αρχ.
1. (για θεούς) ευμενής («ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῑν»)
2. (για ανθρώπους) πράος, αγαθός (α. «σὺ δ' ἵλαον ἔνθεο θυμόν», Ομ. Ιλ.
β. «ἵλεως κλύειν», Σοφ.)
3. ιλαρός, χαρωπός («ὁ οἶνος τὸν ἄνθρωπον ποιεῑ ἵλεων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο τ. ἵλεως όσο και οι άλλοι διαλεκτικοί τ. ἵλος, ἵλεος, ἵλλαος προέρχονται από θ. σι-σλη-, σι-σλă- (πρβλ. ιλάσκομαι). Ο τ. ίλαος μαρτυρείται και με μακρό ᾱ: ἵλᾱος (πρβλ. νᾱός: νεώς, λᾱός: λεώς)].