ἵλεως
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
English (LSJ)
ων, Attic and later form of ἵλαος.
German (Pape)
[Seite 1251] att. = ἵλαος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
v. ἵλαος.
NT: clément ; miséricordieux
English (Strong)
perhaps from the alternate form of αἱρέομαι; cheerful (as attractive), i.e. propitious; adverbially (by Hebraism) God be gracious!, i.e. (in averting some calamity) far be it: be it far, merciful.
English (Thayer)
ἱλεων (Attic for ἴλαος (cf. Winer's Grammar, 22), from Homer down), propitious, merciful: ἔσομαι ἵλεως ταῖς ἀδικίαις, i. e. I will pardon, ταῖς ἁμαρτίαις, ἵλεως σοι, namely, ἔστω (or εἴη, Buttmann, § 129,22) ὁ Θεός, i. e. God avert this from thee, Sept. for חָלִילָה followed by לְ, be it far from one, 2 Samuel 23:17.
Greek Monolingual
ἵλεως, -ων (ΑΜ, Α και ἵλαος και ἵλεος, -ον και αιολ. τ. ἴλλαος, -ον)
(για τον θεό)
εύσπλαγχνος, πολυέλεος («καὶ ἵλεως, ἵλεως, γενοῦ ἡμῖν, Δέσποτα, ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν»)
αρχ.
1. (για θεούς) ευμενής («ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῖν»)
2. (για ανθρώπους) πράος, αγαθός (α. «σὺ δ' ἵλαον ἔνθεο θυμόν», Ομ. Ιλ.
β. «ἵλεως κλύειν», Σοφ.)
3. ιλαρός, χαρωπός («ὁ οἶνος τὸν ἄνθρωπον ποιεῖ ἵλεων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο τ. ἵλεως όσο και οι άλλοι διαλεκτικοί τ. ἵλος, ἵλεος, ἵλλαος προέρχονται από θ. σι-σλη-, σι-σλă- (πρβλ. ιλάσκομαι). Ο τ. ίλαος μαρτυρείται και με μακρό ᾱ: ἵλᾱος (πρβλ. νᾱός: νεώς, λᾱός: λεώς)].
Greek Monotonic
ἵλεως: -ων, Αττ. αντί ἵλαος.
Russian (Dvoretsky)
ἵλεως: Her., Xen. etc. = ἵλαος.
Chinese
原文音譯:†lewj 希累哦士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:和解的 相當於: (סָלַח)
字義溯源:歡愉的*,慈祥的,願神不許,萬不可如此,可憐,寬恕。或源自(αἱρέομαι)=取為己有*)或源自(αἴρω)=舉起*)。參讀 (ἐλεήμων)同義字
同源字:1) (ἱλαρός)慈祥的 2) (ἱλαρότης)快活 3) (ἱλάσκομαι)獻上挽回祭 4) (ἱλασμός)贖罪 5) (ἱλαστήριον)贖罪的 6) (ἵλεως)歡愉的
出現次數:總共(2);太(1);來(1)
譯字彙編:
1) 寬恕(1) 來8:12;
2) 可憐(1) 太16:22
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
ἀττικ. τοῦ ἵλαος (=εὐμενής). Ἀπό τό ἱλάσκομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα