αλφεσίβοιος
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
Greek Monolingual
ἀλφεσίβοιος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που φέρνει, που προσκομίζει βόδια
2. φρ. «παρθένοι ἀλφεσίβοιαι», αυτές που προσκόμιζαν στους γονείς τους πολλά βόδια από τους μνηστήρες, δηλ. αυτές που θαυμάζονταν από πολλούς, οι πολύφερνες, οι περιζήτητες
«ὕδωρ ἀλφεσίβοιον», αυτό που κάνει γόνιμα τα λιβάδια, ώστε να τρέφονται βόδια (κυρίως για τον ποταμό Νείλο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλφεσι- (< ἀλφάνω) + -βοιος < βοῦς
για τον σχηματισμό του επιθ. πρβλ. σύνθετα του τύπου τερψίμβροτος.