ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
-ο(για ποτά) αυτός που περιέχει αλκοόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλκοόλη + -ούχος < έχω, πρβλ. γαλλ. alcoolique].