οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
ἀμπελάνθη, η (Α)το άνθος της αμπέλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπέλι + ἄνθη (η)πρβλ. οἰνάνθη, μηλάνθη, κ.ά.].