αρπαγμός

From LSJ
Revision as of 11:00, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

ο (AM ἁρπαγμός) αρπάζω
1. η αρπαγή
2. κάτι που αποκτά κανείς τυχαία (πρβλ. άρπαγμα)
3. προνόμιο, βραβείο
4. κάτι το οποίο σφετερίζεται κανείς
αρχ.
1. η ληστεία
2. τα λάφυρα, η λεία.