μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
inf. ao.2 Moy. de ἀγείρω.
ἀγερέσθαι: Επικ. απαρ. Μέσ. αορ. βʹ του ἀγείρω.