πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Full diacritics: αἰγίκνημος | Medium diacritics: αἰγίκνημος | Low diacritics: αιγίκνημος | Capitals: ΑΙΓΙΚΝΗΜΟΣ |
Transliteration A: aigíknēmos | Transliteration B: aigiknēmos | Transliteration C: aigiknimos | Beta Code: ai)gi/knhmos |
ον,
A goat-shanked. AP6.167 (Agath.).
αἰγίκνημος: -ον, ὁ αἰγὸς κνήμας ἔχων, Ἀνθ. Π. 6. 167.
ος, ον :
aux jambes de chèvre.
Étymologie: αἴξ, κνήμη.
αἰγίκνημος: -ον (αἴξ, κνήμη), αυτός που έχει κνήμες γίδας, σε Ανθ.